Έχεις μάθει Αγγλικά για 10 χρόνια, γιατί ακόμα δυσκολεύεσαι να μιλήσεις;
Πολλοί από εμάς μοιραζόμαστε ένα κοινό «βάσανο»:
Έχουμε μάθει Αγγλικά για πάνω από μια δεκαετία, το λεξιλόγιό μας είναι τεράστιο, και οι κανόνες γραμματικής είναι απέξω κι ανακατωτά. Αλλά μόλις συναντήσουμε έναν ξένο και θέλουμε να μιλήσουμε, το μυαλό μας γίνεται χάος, κοκκινίζουμε από την αμηχανία, και στο τέλος το μόνο που καταφέρνουμε να ψελλίσουμε είναι ένα αμήχανο «Hello, how are you?»
Γιατί, παρόλο που έχουμε επενδύσει τόσο χρόνο και ενέργεια, παραμένουμε «σιωπηλοί» γνώστες των Αγγλικών;
Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν προσπαθούμε αρκετά, αλλά ότι από την αρχή έχουμε πάρει λάθος κατεύθυνση.
Το να μαθαίνεις μια γλώσσα δεν είναι να αποστηθίζεις κείμενα, αλλά να μαθαίνεις να μαγειρεύεις
Φαντάσου ότι θέλεις να μάθεις να μαγειρεύεις.
Έχεις αγοράσει έναν σωρό κορυφαίες συνταγές και έχεις αποστηθίσει απέξω κι ανακατωτά βιβλία όπως «Η Τέχνη της Μαγειρικής» και «Εισαγωγή στη Μοριακή Γαστρονομία». Περνάς 8 ώρες την ημέρα παρακολουθώντας όλες τις εκπομπές μαγειρικής, από απλά σπιτικά πιάτα μέχρι γεύματα βραβευμένα με αστέρια Michelin. Κάθε βήμα, κάθε θερμοκρασία, κάθε υλικό, το γνωρίζεις στην εντέλεια.
Τώρα σε ρωτάω: Πιστεύεις ότι ξέρεις να μαγειρεύεις;
Φυσικά και όχι. Γιατί είσαι απλώς ένας «κριτικός γαστρονομίας» και όχι ένας «σεφ». Το μυαλό σου είναι γεμάτο θεωρία, αλλά ποτέ δεν έχεις μπει στην κουζίνα, ούτε έχεις πιάσει ποτέ κουτάλα.
Το ίδιο ισχύει και για την εκμάθηση γλωσσών.
Οι περισσότεροι από εμάς λειτουργούμε ως «θεωρητικοί της γλώσσας». Μαθαίνουμε μανιωδώς λεξιλόγιο (αποστηθίζουμε τα υλικά της συνταγής), μελετάμε σε βάθος τη γραμματική (ερευνούμε τη θεωρία μαγειρικής) και εξασκούμε την ακουστική κατανόηση (παρακολουθούμε εκπομπές μαγειρικής). Πιστεύουμε ότι αρκεί να βλέπουμε και να καταλαβαίνουμε αρκετά, για να μπορέσουμε κάποια μέρα να μιλήσουμε φυσικά.
Αλλά αυτό είναι ακριβώς η μεγαλύτερη παρερμηνεία. Το να καταλαβαίνεις, δεν σημαίνει ότι ξέρεις να μιλάς. Όπως το να καταλαβαίνεις μια συνταγή, δεν σημαίνει ότι ξέρεις να μαγειρεύεις.
«Το να μιλάς» και «το να γράφεις» είναι σαν να μαγειρεύεις, είναι «έξοδος» (output). Ενώ «το να ακούς» και «το να διαβάζεις» είναι σαν να διαβάζεις συνταγές, είναι «είσοδος» (input). Αν απλά παρατηρείς και δεν κάνεις τίποτα, θα είσαι για πάντα ένας θεατής.
Η «μητρική» σου γλώσσα μπορεί επίσης να σκουριάσει, όπως η τέχνη ενός σεφ
Φαντάσου έναν κορυφαίο σεφ σιτσουάν, ο οποίος μετακομίζει στο εξωτερικό και για είκοσι χρόνια φτιάχνει μόνο μακαρόνια και πίτσα. Όταν επιστρέψει στο Τσενγκντού και θελήσει να φτιάξει ένα αυθεντικό χουίγκουορού (χοιρινό δύο φορές μαγειρεμένο), πιστεύεις ότι η τέχνη του θα είναι ακόμα στην κορυφή της, όπως ήταν τότε;
Πολύ πιθανό όχι. Μπορεί να έχει ξεχάσει την αναλογία κάποιων μπαχαρικών ή να έχει αμβλυνθεί η αίσθησή του για τη θερμοκρασία.
Η γλώσσα είναι επίσης ένα είδος «μυϊκής μνήμης». Αν χρησιμοποιείς Αγγλικά το 90% του χρόνου σου καθημερινά, οι «μύες» των Κινεζικών σου φυσικά θα ατροφήσουν. Θα δυσκολεύεσαι να θυμηθείς λέξεις όταν γράφεις, θα αναμειγνύεις αγγλική γραμματική στην ομιλία σου, και ακόμη και για να εκφράσεις μια απλή ιδέα, θα χρειάζεσαι πολύ χρόνο για να αντιδράσεις.
Μην θεωρείς λοιπόν τη μητρική σου γλώσσα δεδομένη. Χρειάζεται κι αυτή, όπως μια ξένη γλώσσα, να την φροντίζουμε, να τη χρησιμοποιούμε, να την τελειοποιούμε.
Γίνε ένας «σπιτικός μάγειρας», όχι ένας «γκουρμέ»
Πολλοί άνθρωποι φοβούνται στην ιδέα της εκμάθησης μιας γλώσσας, γιατί μοιάζει με έναν δρόμο χωρίς τέλος. Σήμερα μαθαίνεις το «γεια σου», αύριο σε περιμένουν χιλιάδες λέξεις και χρήσεις.
Μην φοβάσαι. Ας επιστρέψουμε στην αναλογία με τη μαγειρική.
Μαθαίνοντας να φτιάχνεις μια ομελέτα με ντομάτα, μπορείς να λύσεις το θέμα της διατροφής σου. Αυτό είναι σαν να έχεις κατακτήσει τις βασικές συνομιλίες και να μπορείς να καλύψεις την καθημερινή επικοινωνία. Σε αυτό το στάδιο, η πρόοδος είναι ραγδαία.
Ενώ το να μάθεις να φτιάχνεις το «Πήδημα του Βούδα πάνω από τον τοίχο» (ένα πολύπλοκο κινέζικο πιάτο), είναι το κερασάκι στην τούρτα. Είναι υπέροχο, αλλά δεν επηρεάζει το καθημερινό σου φαγητό. Αυτό είναι σαν να μαθαίνεις προχωρημένο λεξιλόγιο και σπάνιες εκφράσεις. Μπορεί να κάνουν την έκφρασή σου πιο κομψή, αλλά η βελτίωση στην ουσιαστική επικοινωνιακή ικανότητα έχει φθίνουσες αποδόσεις.
Επομένως, ο στόχος μας δεν είναι να γίνουμε ένας «θεωρητικός της γαστρονομίας» που γνωρίζει όλες τις κουζίνες, αλλά ένας «σπιτικός μάγειρας» που μπορεί να φτιάχνει εύκολα μερικά σπεσιαλιτέ πιάτα. Το να επικοινωνείς με ευχέρεια, είναι πολύ πιο σημαντικό από το να κατακτήσεις τα πάντα τέλεια.
Μην διαβάζεις πια μόνο συνταγές, μπες στην κουζίνα!
Τώρα έρχεται η πραγματική πρόκληση: αν δεν έχεις μιλήσει ποτέ, πώς να ξεκινήσεις;
Η απάντηση είναι απλή: Από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να μιλήσεις.
Μην περιμένεις πια τη μέρα που θα είσαι «έτοιμος». Ποτέ δεν θα είσαι «έτοιμος». Όπως και με τη μαγειρική, το πρώτο πιάτο πιθανότατα θα καεί, αλλά αυτός είναι ο αναγκαίος δρόμος για να γίνεις σεφ.
Αυτό που χρειάζεσαι δεν είναι περισσότερη θεωρία, αλλά μια «κουζίνα» όπου μπορείς άφοβα να «τα κάνεις θάλασσα» χωρίς να φοβάσαι ότι θα σε κοροϊδέψουν.
Στο παρελθόν, αυτό ήταν δύσκολο. Χρειαζόταν να βρεις έναν υπομονετικό συνομιλητή ή να πληρώσεις έναν ξένο δάσκαλο. Αλλά τώρα, η τεχνολογία μας έχει δώσει ένα εξαιρετικό πεδίο εξάσκησης.
Εφαρμογές συνομιλίας όπως το Intent, είναι σαν μια ανοιχτή παγκόσμια κουζίνα για σένα. Μπορείς να βρεις ανθρώπους από όλο τον κόσμο να συνομιλήσεις ανά πάσα στιγμή, οπουδήποτε, και να εξασκήσεις την «μαγειρική σου τέχνη». Το καλύτερο είναι ότι διαθέτει ενσωματωμένη μεταφραστική τεχνητή νοημοσύνη σε πραγματικό χρόνο. Όταν κολλήσεις ή δεν μπορείς να θυμηθείς πώς να πεις μια λέξη (υλικό), είναι σαν ένας σεφ δίπλα σου, έτοιμος να σου δώσει μια συμβουλή. Εδώ, μπορείς να κάνεις λάθη με θάρρος, γιατί κάθε λάθος είναι πρόοδος.
Έλα τώρα στο Intent και ξεκίνα την πρώτη σου «μαγειρική».
Μην αρκεστείς πια στο να είσαι ένας παρατηρητής.
Το πλούσιο αυτό τραπέζι του κόσμου, σε περιμένει να το γευτείς.